υγροποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑγροποιῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγροποιώ < (ελληνιστική κοινήὑγροποιέω / ὑγροποιῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική liquéfier)

Ρήμα[επεξεργασία]

υγροποιώ (παθητική φωνή: υγροποιούμαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]