υγροσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγροσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hygroscopique < αρχαία ελληνική ὑγρός + σκοπέω
Επίθετο[επεξεργασία]
υγροσκοπικός
- σχετικός με την υγροσκοπία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγροσκοπικός