υγρόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hygrophilous < αρχαία ελληνική ὑγρός + φίλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈɣɾo.fi.los/
Επίθετο[επεξεργασία]
υγρόφιλος, -ή, -ο
- άλλη μορφή του υδρόφιλος
- (βοτανική) άλλη μορφή του υδροχαρής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγρόφιλος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)