υδαρής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑδαρής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδαρής η υδαρής το υδαρές
      γενική του υδαρούς* της υδαρούς του υδαρούς
    αιτιατική τον υδαρή την υδαρή το υδαρές
     κλητική υδαρή(ς) υδαρής υδαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδαρείς οι υδαρείς τα υδαρή
      γενική των υδαρών των υδαρών των υδαρών
    αιτιατική τους υδαρείς τις υδαρείς τα υδαρή
     κλητική υδαρείς υδαρείς υδαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑδαρής < ὕδωρ

Επίθετο[επεξεργασία]

υδαρής, -ής, -ές

  1. νερουλός, ρευστός
  2. (μεταφορικά) πλαδαρός, χαλαρός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]