υδατοκαλλιεργητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδατοκαλλιεργητικός < υδατοκαλλιεργητής + -ικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδατοκαλλιεργητικός αρσενικό
- (ιχθυολογία) (βοτανική) που έχει σχέση με την υδατοκαλλιέργεια ή τον υδατοκαλλιεργητή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υδατοκαλλιέργεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδατοκαλλιεργητικός
|