υδραγωγείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδραγωγείο τα υδραγωγεία
      γενική του υδραγωγείου των υδραγωγείων
    αιτιατική το υδραγωγείο τα υδραγωγεία
     κλητική υδραγωγείο υδραγωγεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδραγωγείο < (ελληνιστική κοινή) ὑδραγωγεῖον (<ὕδωρ) + ἀγωγός
ερείπια ρωμαϊκού υδραγωγείου στη Λέσβο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υδραγωγείο ουδέτερο

  1. η τοξωτή κατασκευή που χρησίμευε ως αγωγός για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων
  2. η εγκατάσταση για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]