υδραιοσπετσιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδραιοσπετσιώτικος < Υδραίος + -ο- + σπετσιώτικος
Επίθετο[επεξεργασία]
υδραιοσπετσιώτικος
- που έχει σχέση με την Ύδρα και τις Σπέτσες, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτές
- ※ Στις 5 Μαΐου εμφανίσθηκαν στον Παγασητικό 7 υδραιοσπετσιώτικα πλοία υπό τον Υδραίο ναύαρχο Αναστάσιο Τσαμαδό. Η προσόρμισή τους μπροστά από τα Λεχώνια προκάλεσε αναστάτωση στους Τούρκους, που πολλοί κατέφυγαν στο κάστρο του Βόλου. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση (1821–1832), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978–960–213–108–4, σελ. 111)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδραιοσπετσιώτικος
|