υδραργυραλοιφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδραργυραλοιφή < υδράργυρος + αλοιφή
- Η λέξη πρωτοαπαντά στο Φαρμακευτικόν Δελτίον το 1873· βλ. Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1025.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδραργυραλοιφή θηλυκό
- (ιατρική) αλοιφή που περιέχει υδράργυρο ή υδραργυρικές ενώσεις και χρησιμοποιόταν παλαιότερα για την καταπολέμηση των ψειρών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υδράργυρος και αλοιφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδραργυραλοιφή
|