υδρατμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υδρατμός | οι | υδρατμοί |
γενική | του | υδρατμού | των | υδρατμών |
αιτιατική | τον | υδρατμό | τους | υδρατμούς |
κλητική | υδρατμέ | υδρατμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδρατμός < υδρ(ο)- + ατμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική water vapour[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ðɾatˈmcs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρατ‐μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρατμός αρσενικό
- ατμός νερού
- ↪ Το νερό βράζει παράγοντας υδρατμούς.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδρατμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υδρατμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υδρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)