υδροβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδροβολή θηλυκό
- βολή νερού
- (τεχνολογία): μέθοδος αποχρωματισμού μεγάλων επιφανειών με βολή νερού υπό πίεση
- (ναυτικός όρος): συνήθης τρόπος καθαρισμού και αποχρωματισμού υφάλων πλοίων κατά τους δεξαμενισμούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδροβολή
|