υδρογεννήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρογεννήτρια θηλυκό
- γεννήτρια που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα χάρη στην κίνηση του νερού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδρογεννήτρια
|