Μετάβαση στο περιεχόμενο

υδρογόνωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρογόνωση οι υδρογονώσεις
      γενική της υδρογόνωσης* των υδρογονώσεων
    αιτιατική την υδρογόνωση τις υδρογονώσεις
     κλητική υδρογόνωση υδρογονώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρογονώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδρογόνωση < υδρογόν(ο) + -ωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hydrogénation)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδρογόνωση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]