υδρογόνωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρογόνωση | οι | υδρογονώσεις |
γενική | της | υδρογόνωσης* | των | υδρογονώσεων |
αιτιατική | την | υδρογόνωση | τις | υδρογονώσεις |
κλητική | υδρογόνωση | υδρογονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρογονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδρογόνωση < υδρογόν(ο) + -ωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hydrogénation)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρογόνωση θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ὑδρογόνωση (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδρογόνωση
Πηγές
[επεξεργασία]- υδρογόνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υδρογόνωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)