υδρογόνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρογόνωση | οι | υδρογονώσεις |
γενική | της | υδρογόνωσης* | των | υδρογονώσεων |
αιτιατική | την | υδρογόνωση | τις | υδρογονώσεις |
κλητική | υδρογόνωση | υδρογονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρογονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρογόνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρογόνωση θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρογόνωση