υδροδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδροδοτώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

υδροδοτώ

  • παρέχω νερό μέσω ειδικού δικτύου που προορίζεται για την μεταφορά και παροχή νερού σε διάφορα μέρη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]