υδροληψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροληψία οι υδροληψίες
      γενική της υδροληψίας των υδροληψιών
    αιτιατική την υδροληψία τις υδροληψίες
     κλητική υδροληψία υδροληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδροληψία < υδρο- + -ληψία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υδροληψία θηλυκό

  1. η λήψη νερού (π.χ. για άρδευση ή από πυροσβεστικά αεροσκάφη)
    δοκιμή υδροληψίας από πυροσβεστικά ελικόπτερα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]