υδρομετέωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρομετέωρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hydrometeor < αρχαία ελληνική ὕδωρ + μετέωρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρομετέωρο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) σωματίδια από νερό, πάγο κ.λπ., που βρίσκονται στην ατμόσφαιρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρομετέωρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)