υδρονομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδρονομικός η υδρονομική το υδρονομικό
      γενική του υδρονομικού της υδρονομικής του υδρονομικού
    αιτιατική τον υδρονομικό την υδρονομική το υδρονομικό
     κλητική υδρονομικέ υδρονομική υδρονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδρονομικοί οι υδρονομικές τα υδρονομικά
      γενική των υδρονομικών των υδρονομικών των υδρονομικών
    αιτιατική τους υδρονομικούς τις υδρονομικές τα υδρονομικά
     κλητική υδρονομικοί υδρονομικές υδρονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδρονομικός < υδρονομή + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

υδρονομικός

  1. σχετικός με την υδρονομή, τη διανομή του νερού
    Καταργούνται αι υπηρεσίαι υδρεύσεως του Δήμου Θεσσαλονίκης και των Κοινοτήτων των υπαγομένων εις την τέως Δημοτικήν περιφέρειαν Θεσ/νίκης αφ’ ης αναληφθή η διοίκησις και διαχείρισις των πηγών, υδραγωγείων και υδρονομικών δικτύων, υπό του Ταμείου και άρξηται η λειτουργία αυτού. (Άρθρ.7.1 του Αναγκαστικού Νόμου 1563/1939, ΦΕΚ Α΄15)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]