υδροσυλλογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ðɾo.si.loˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐συλ‐λο‐γή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδροσυλλογή θηλυκό
- (νεολογισμός) η συλλογή νερού
- ※ Το Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλει εντόκως ως αποζημίωση 145.800 ευρώ, λόγω καταστροφής εμπορευμάτων σε αποθήκη εταιρείας που πλημμύρισε μετά από βροχόπτωση. Το Δημόσιο πλήρωσε το ποσό, καθώς τα αρμόδια όργανα παρέλειψαν να καθαρίσουν τα φρεάτια υδροσυλλογής. (Επιχείρηση αποζημιώθηκε για την αμέλεια του Δημοσίου να καθαρίσει βουλωμένα φρεάτια, Τα Νέα, 16 Ιανουαρίου 2013)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδροσυλλογή
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υδρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)