Μετάβαση στο περιεχόμενο

υδρόλυση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρόλυση οι υδρολύσεις
      γενική της υδρόλυσης* των υδρολύσεων
    αιτιατική την υδρόλυση τις υδρολύσεις
     κλητική υδρόλυση υδρολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδρόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hydrolysis ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydrolyse ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Hydrolyse < αρχαία ελληνική ὕδωρ + λύσις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδρόλυση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]