υδρόλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρόλυση | οι | υδρολύσεις |
γενική | της | υδρόλυσης* | των | υδρολύσεων |
αιτιατική | την | υδρόλυση | τις | υδρολύσεις |
κλητική | υδρόλυση | υδρολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρόλυση θηλυκό
- (χημεία) αντίδραση μιας χημικής ένωσης κατά την οποία μόρια νερού προστίθενται και προκαλούν τη διάσπαση μορίων της ένωσης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- υδρόλυση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρόλυση