υδρόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδρόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρόμετρο ουδέτερο
- συσκευή που μετρά την κατανάλωση νερού (για κατοικίες, εμπορικά κέντρα, αγροτικά κτήματα κλπ.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδρόμετρο