Μετάβαση στο περιεχόμενο

υδρόμετρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδρόμετρο τα υδρόμετρα
      γενική του υδρομέτρου
& υδρόμετρου
των υδρομέτρων
    αιτιατική το υδρόμετρο τα υδρόμετρα
     κλητική υδρόμετρο υδρόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική hydromètre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδρόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]