υιοθετήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υιοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υιοθετώ
- θα υιοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υιοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υιοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υιοθέτηση