υιοθετήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υιοθετήσιμος η υιοθετήσιμη το υιοθετήσιμο
      γενική του υιοθετήσιμου της υιοθετήσιμης του υιοθετήσιμου
    αιτιατική τον υιοθετήσιμο την υιοθετήσιμη το υιοθετήσιμο
     κλητική υιοθετήσιμε υιοθετήσιμη υιοθετήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υιοθετήσιμοι οι υιοθετήσιμες τα υιοθετήσιμα
      γενική των υιοθετήσιμων των υιοθετήσιμων των υιοθετήσιμων
    αιτιατική τους υιοθετήσιμους τις υιοθετήσιμες τα υιοθετήσιμα
     κλητική υιοθετήσιμοι υιοθετήσιμες υιοθετήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υιοθετήσιμος < υιοθετώ + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

υιοθετήσιμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]