υλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υλάζω < αρχαία ελληνική ὑλακτέω + -άζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈla.zɔ/

Ρήμα[επεξεργασία]

υλάζω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]