υλικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υλικό | τα | υλικά |
γενική | του | υλικού | των | υλικών |
αιτιατική | το | υλικό | τα | υλικά |
κλητική | υλικό | υλικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υλικό < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υλικό ουδέτερο
- ουσία με χαρακτηριστικές ιδιότητες που ταυτοποιούν τη συγκεκριμένη ουσία
- (πληροφορική) hardware: το ηλεκτρονικό μέρος του υπολογιστή ή γενικότερα ενός συστήματος, το οποίο και δεν τροποποιείται (μεταβάλλεται) κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του [1]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- (πληροφορική) λογισμικό (software)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
υλικό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υλικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υλικό
[επεξεργασία]
- ↑ Άγγελος Κυρίτσης, Πώς Λειτουργεί ο Υπολογιστής, Απλά και Κατανοητά / Hardware: Το Υλικό του Υπολογιστή, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2014-02-18. Αρχειοθέτηση 2019-09-01. Προσπέλαση 2020-08-17.
- ↑ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)