Μετάβαση στο περιεχόμενο

υλισμικό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υλισμικό τα υλισμικά
      γενική του υλισμικού των υλισμικών
    αιτιατική το υλισμικό τα υλισμικά
     κλητική υλισμικό υλισμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

υλισμικό < ύλη + -ισμικό κατ' αναλογία με το λογισμικό < λογισμός < λόγος < νεολογισμός αρχών του 21ου αιώνα που έχει προταθεί από την ΕΛΕΤΟ [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υλισμικό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]

Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας:

- Ορόγραμμα αρ.22, σελ.4: https://www.eleto.gr/download/Orogramma/Or022.pdf#page=4 και

– Ορόγραμμα αρ.24, σελ.2: https://www.eleto.gr/download/Orogramma/Or024.pdf#page=2