υμενίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υμενίδιο τα υμενίδια
      γενική του υμενίδιου
υμενιδίου
των υμενίδιων
υμενιδίων
    αιτιατική το υμενίδιο τα υμενίδια
     κλητική υμενίδιο υμενίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υμενίδιο < υμέν(ας) + -ίδιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υμενίδιο ουδέτερο

  • (βιολογία): δομή κυματιστής μορφής που σχηματίζεται από την ένωση βλεφάρων ορισμένων βλεφαριδωτών και τριχοζώων.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]