υμενοπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υμενοπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hymenoplasty < αρχαία ελληνική ὑμήν + πλαστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υμενοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) η συρραφή / αποκατάσταση με χειρουργική επέμβαση του παρθενικού υμένα που έχει καταστραφεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υμενοπλαστική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)