υμνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑμνῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υμνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑμνῶ, συνηρημένος τύπος του ὑμνέω < ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂em (τραγουδώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈmno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐μνώ

Ρήμα[επεξεργασία]

υμνώ, πρτ.: υμνούσα, αόρ.: ύμνησα, παθ.φωνή: υμνούμαι, π.αόρ.: υμνήθηκα, μτχ.π.π.: υμνημένος

  1. ψάλλω ύμνο (στην εκκλησία)
     συνώνυμα: υμνολογώ
  2. (μεταφορικά) μιλάω επαινετικά για κάποιον ή κάτι
    ο Σολωμός ύμνησε τον αγώνα των πολιορκημένων Μεσσολογγιτών
     συνώνυμα: εγκωμιάζω, εκθειάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]