υπάκουος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπάκουος η υπάκουη το υπάκουο
      γενική του υπάκουου της υπάκουης του υπάκουου
    αιτιατική τον υπάκουο την υπάκουη το υπάκουο
     κλητική υπάκουε υπάκουη υπάκουο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπάκουοι οι υπάκουες τα υπάκουα
      γενική των υπάκουων των υπάκουων των υπάκουων
    αιτιατική τους υπάκουους τις υπάκουες τα υπάκουα
     κλητική υπάκουοι υπάκουες υπάκουα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπάκουος < ελληνιστική κοινή ὑπακουός με μετακίνηση τόνου[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈpa.ku.os/ αρσενικό
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πά‐κου‐ος
παρώνυμο: υπήκοος
ΔΦΑ : /iˈpa.ku.i/ θηλυκό
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πά‐κου‐η
ΔΦΑ : /iˈpa.ku.o/ ουδέτερο
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πά‐κου‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπάκουος αρσενικό, υπάκουη θηλυκό, υπάκουο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]