υπάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπάνθρωπος < υπ- (υπο-) + άνθρωπος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpan.θɾɔ.pɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπάνθρωπος αρσενικό
- (μειωτικό), ο διανοητικά, φυσιολογικά-σωματικά ή γενετικά κατώτερος από άνθρωπος
- ο χαζός, καθυστερημένος
- ο μη άριος
- (αδόκιμος επιστημονικός ρατσισμός) όλα τα Ανθρωπoειδή (Υπεροικογένεια της συστηματικής ταξινόμησης) πλην του ανθρώπου (Homo sapiens sapiens)
- (μεταφορικά) ο άξεστος, ο απολίτιστος, άσχημος, επικίνδυνος κι αντικοινωνικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπάνθρωπος