υπάρχοντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπάρχοντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα περιουσιακά στοιχεία κάποιου
- (ειδικότερα) τα προσωπικά αντικείμενα κάποιου, όσα έχει στο σπίτι του