υπάρχων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπάρχων & υπάρχοντας |
η | υπάρχουσα | το | υπάρχον |
γενική | του | υπάρχοντος & υπάρχοντα |
της | υπάρχουσας & υπαρχούσης* |
του | υπάρχοντος |
αιτιατική | τον | υπάρχοντα | την | υπάρχουσα | το | υπάρχον |
κλητική | υπάρχων & υπάρχοντα |
υπάρχουσα | υπάρχον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπάρχοντες | οι | υπάρχουσες | τα | υπάρχοντα |
γενική | των | υπαρχόντων | των | υπαρχουσών | των | υπαρχόντων |
αιτιατική | τους | υπάρχοντες | τις | υπάρχουσες | τα | υπάρχοντα |
κλητική | υπάρχοντες | υπάρχουσες | υπάρχοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- υπάρχων, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος υπάρχω
Μετοχή
[επεξεργασία]υπάρχων, -ουσα, -ον
- που υπάρχει κατά τη συγκεκριμένη στιγμή
- ⮡ οι υπάρχοντες οικονομικοί πόροι δεν είναι αρκετοί για την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου
- άλλες μορφές: υπάρχοντας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- υπάρχων: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]υπάρχων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του ύπαρχος