υπέργειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπέργειος < αρχαία ελληνική ὑπέργειος
Επίθετο[επεξεργασία]
υπέργειος, -α, -ο
- που βρίσκεται πάνω από το έδαφος
- το υπέργειο τμήμα του μετρό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέργειος