υπέρκειμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπέρκειμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρκειμαι[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
υπέρκειμαι, μόνο στον ενεστώτα
- (λόγιο) βρίσκομαι από πάνω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνηθίζεται η χρήση της μετοχής υπερκείμενος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέρκειμαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υπέρκειμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας