υπέρλογος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpeɾ.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πέρ‐λο‐γος
Επίθετο[επεξεργασία]
υπέρλογος, -η, -ο
- που υπερβαίνει τα όρια της λογικής
- ↪ ο υπέρλογος χαρακτήρας της μεταφυσικής
- (ουσιαστικοποιημένο) το υπέρλογο:
- ↪ η περιοχή του υπέρλογου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέρλογος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.