υπαγορευτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπαγορευτικός < (ελληνιστική κοινή) ὑπαγορευτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]υπαγορευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την υπαγόρευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπαγορευτικός
|