υπαγορεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υπαγορεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του υπαγόρευση
- εναλλακτικά: υπαγόρευσης
υπαγορεύσεως θηλυκό