υπαγορεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπαγορεύω, απαγορεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαγορεύω < αρχαία ελληνική ὑπαγορεύω < ὑπό + ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pa.ɣoˈɾe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

υπαγορεύω (παθητική φωνή: υπαγορεύομαι)

  1. εκφωνώ ένα κείμενο με αργό ρυθμό ώστε να μπορέσει κάποιος να το γράψει
  2. επιβάλλω κάτι ως αναγκαιότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]