Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπαγόρευση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: απαγόρευση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαγόρευση οι υπαγορεύσεις
      γενική της υπαγόρευσης* των υπαγορεύσεων
    αιτιατική την υπαγόρευση τις υπαγορεύσεις
     κλητική υπαγόρευση υπαγορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπαγορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπαγόρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπαγόρευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ὑπαγορεύω < ὑπό + ἀγορεύω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπ- + αγόρευση.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.paˈɣo.ɾef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπαγόρευση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπαγόρευση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]