υπαινιγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπαινιγμός < υπαινίσσομαι + -μός < αρχαία ελληνική ὑπαινίσσομαι < αἰνίσσομαι < αἶνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπαινιγμός αρσενικό
- λόγος που αναφέρεται έμμεσα σε ένα θέμα και χωρίς να το λέει καθαρά, ωστόσο υπονοεί κάτι
- λόγος που κάνει μια απλή αναφορά σε ένα θέμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπαινιγμός