υπαιτιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαιτιότητα οι υπαιτιότητες
      γενική της υπαιτιότητας των υπαιτιοτήτων
    αιτιατική την υπαιτιότητα τις υπαιτιότητες
     κλητική υπαιτιότητα υπαιτιότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαιτιότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπαιτι(ότης) (μαρτυρείται από το 1836) [1] + -ότητα < υπαίτιος.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε υπ- + αιτιότητα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pe.tiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐παι‐τι‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπαιτιότητα θηλυκό

  1. η ευθύνη κάποιου για κακή εξέλιξη ή κακό αποτέλεσμα (που έχει να κάνει, δηλαδή, με δόλο ή αμέλεια)
    Ο κύριος Χ δεν έχει κάποια υπαιτιότητα για την κατάσταση του κυρίου Ψ.
     συνώνυμα: φταίξιμο (ανεπίσημο)
  2. (νομικός όρος) η απόδοση αιτιότητας από δόλο ή αμέλεια σε κάποιον για κάποιο παράνομο αποτέλεσμα [3]
     αντώνυμα: ανυπαιτιότητα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις υπό, αιτιότητα και αιτία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1032, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. υπαιτιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. υπαιτιότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)