υπακούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπακούω < αρχαία ελληνική ὑπακούω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υπακούω
- ακολουθώ τις εντολές, πειθαρχώ στις διαταγές που δέχομαι
- (για μηχανήματα) λειτουργώ κανονικά και ανταποκρίνομαι στις εντολές του χειριστή
- ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν υπάκουσε κι έπεσε πάνω στο προπορευόμενο όχημα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- εξυπακούεται
- υπακοή
- υπακούοντας
- υπάκουος
- και → δείτε τη λέξη ακούω