υπακούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπακούω < αρχαία ελληνική ὑπακούω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.paˈku.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

υπακούω

  1. ακολουθώ τις εντολές, πειθαρχώ στις διαταγές που δέχομαι
  2. (για μηχανήματα) λειτουργώ κανονικά και ανταποκρίνομαι στις εντολές του χειριστή
    ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν υπάκουσε κι έπεσε πάνω στο προπορευόμενο όχημα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]