υπαλληλίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπαλληλίσκος < υπάλληλος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπαλληλίσκος αρσενικό
- (μειωτικό) (ειρωνικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός για υπάλληλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαλληλίσκος
|