υπαλληλοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπαλληλοποίηση | οι | υπαλληλοποιήσεις |
γενική | της | υπαλληλοποίησης* | των | υπαλληλοποιήσεων |
αιτιατική | την | υπαλληλοποίηση | τις | υπαλληλοποιήσεις |
κλητική | υπαλληλοποίηση | υπαλληλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπαλληλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπαλληλοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαλληλοποίηση
|