υπαρξιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπαρξιακός < ύπαρξη + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική existentiel)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.paɾ.ksi.aˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
υπαρξιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ύπαρξη (από οντολογικής πλευράς), αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαρξιακός