υπαρχηγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπαρχηγία θηλυκό
- το να είναι κάποιος υπαρχηγός, η ιδιότητα του υπαρχηγού καθώς και (κατ’ επέκταση) το χρονικό διάστημα που κάποιος είναι υπαρχηγός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαρχηγία
|