υπεδαφοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεδαφοκαλλιέργεια < υπέδαφ(ος) + -ο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεδαφοκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια φυτών που φύονται κάτω από το έδαφος, στο υπέδαφος, όπως η πατάτα και τα τεύτλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεδαφοκαλλιέργεια
|