Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπεξαγωγή

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὑπεξαγωγή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεξαγωγή οι υπεξαγωγές
      γενική της υπεξαγωγής των υπεξαγωγών
    αιτιατική την υπεξαγωγή τις υπεξαγωγές
     κλητική υπεξαγωγή υπεξαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπεξαγωγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπεξαγωγή < αρχαία ελληνική ὑπεξάγω. Μορφολογικά αναλύεται σε υπ- + εξαγωγή.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.pe.ksa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπεξαγωγή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπεξαγωγή θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • υπεξαγωγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)