υπεράριθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπεράριθμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]υπεράριθμος
- που ξεπερνά τον επιτρεπόμενο αριθμό
- το πλοίο είχε υπεράριθμους επιβάτες και επιβλήθηκε πρόστιμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπεράριθμος
|