υπεραισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεραισθησία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεραισθησία θηλυκό
- (ιατρική) η χαμηλού ορίου (εύκολη) απόκριση στα ερεθίσματα
- (ιατρική) η υπερβολική απόκριση και κυρίως αντίδραση στα ερεθίσματα
- (ψυχολογία) η νοερή ερεθισματική γένεση (ενώ δεν υπάρχουν εξωτερικά ερεθίσματα)
- ψευδοβιωματικότητα, κιβδηλοβιωματικότητα
- (διότι ψευδοβιωματικότητα δεν υφίσταται, ακόμα και ένα ψευδές ερέθισμα παράγει βιωματικότητα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεραισθησία
|