υπεραλιεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεραλιεία οι υπεραλιείες
      γενική της υπεραλιείας των υπεραλιειών
    αιτιατική την υπεραλιεία τις υπεραλιείες
     κλητική υπεραλιεία υπεραλιείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπεραλιεία < υπερ- + αλιεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπεραλιεία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]